γαλαρία — γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc nom/voc/acc dual γαλαρίας masc voc sg γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc voc sg (attic) γαλαρίᾱ , γαλαρίας masc gen sg (doric aeolic) γαλαρίας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρία — η 1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου 2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος 3. υπόγεια στοά ορυχείου 4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις 5. οι θεατές που… … Dictionary of Greek
γαλαρίας — γαλαρίᾱς , γαλαρίας masc acc pl γαλαρίᾱς , γαλαρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρίαν — γαλαρίᾱν , γαλαρίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) γαλαρίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγούμι — και λαούμι, το 1. υπόνομος, οχετός, βόθρος, καταβόθρα 2. γαλαρία, στοά μεταλλείου ή υπόγειο όρυγμα που ανοίγεται για να τοποθετηθούν εκρηκτικές ύλες που προορίζονται για ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lağim] … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
τζαμαρία — η, Ν 1. εξώστης ή άλλος χώρος κατοικίας που περιβάλλεται από υαλοπίνακες 2. χώρισμα, διάφραγμα με υαλοπίνακες 3. το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι υαλοπίνακες 4. (μτφ. και ειρων.) τα ματογυάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. αρία … Dictionary of Greek
υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή … Dictionary of Greek
Κοτζιάς, Κώστας — (Αθήνα 1921 – Μόσχα 1979). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση και αργότερα υπήρξε ενεργό μέλος της Αριστεράς.… … Dictionary of Greek
(ε)ξώστεγο — το εξώστης στεγασμένος ή υαλόφραχτος, χτιστό (ή τζαμωτό) μπαλκόνι, γαλαρία, τζαμαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)